- φυτογή
- η перегной
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φυτογή — η, Ν φυτική γη, φυτόχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυτό + γη. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Νικ. Χλωρό] … Dictionary of Greek
φυτογή — η φυτική γη, χώμα το οποίο προέρχεται από την αποσύνθεση και ζύμωση οργανικών υλών που έχουν φυτική ιδίως προέλευση, φυτόχωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καστανόχωμα — το φυτογή που σχηματίζεται στις ρίζες των καστανιών: Αγόρασε καστανόχωμα για τα λουλούδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυτόχωμα — το, ατος η φυτογή (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)